< ἀρχιαναγνώστης
ἀρχιαριστάς >
Ἀρχιάναξ
,
-ακτος, ὁ
• Prosodia:
[-ῐᾰν-]
Arquianacte
n. de varón
AP
7.170 (Posidipp.); cf. Ἀρχεάνασσα.