< Ἀρτεμίτα
Ἀρτεμίχη >
Ἀρτεμιτανός
,
-όν
• Alolema(s):
Ἀρτημιτηνός
St.Byz.
artemitano
ét. de Artémita, St.Byz.s.u.
Ἀρτεμίτα
, Apollod.
Hist
.310.