< Ἀρτακηνή
ἀρτάκης· >
Ἀρτακηνός
,
-όν
ét.
artaceno
,
de Ἀρτάκη
1
St.Byz.s.u.
Ἀρτάκη
; cf. Ἀρτακεύς, Ἀρτάκιος.