< ἀριστόμαντις
Ἀριστομάχη >
Ἀριστομάχειος
,
-ον
• Prosodia:
[ᾰ-, μᾰ-]
de Aristómaco
παῖς
AP
13.8 (Theodorid.)
•
subst. οἱ Ἀριστομάχειοι
las tropas de Aristómaco
Polyaen.5.41.