< ἀρίκεσσι·
Ἀρῑκία >
Ἀρικηνοί
,
-ῶν, οἱ
• Alolema(s):
Ἀρικῖνος
St.Byz.
aricenos
ét. de Aricia, D.H.5.36, 5.51.1.