< Ἀρειομανίτης
Ἄρειον >
Ἀρειομανῖτις
,
-ιδος
locamente arriana
τὴν Ἀρειομανίτιδα αἵρεσιν
Epiph.Const.
Haer
.69.11 (p.160.32), 73.1.