Ἀργόθεν
• Alolema(s): Ἄργοθεν Ibyc.1a.3


adv. de, desde Argos Ἄργοθεν ὀρνυμένοι Ibyc.l.c., πετόμενος Ἀργόθεν E.IT 394, cf. IA 1356, Theoc.24.111, A.R.1.118.