< ἀργυρίτης
ἀργυρῖτις >
Ἀργυρίτης
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
tb.
Ἀργυρηνός
argirita
,
argireno
ét. de Argiria (v. Ἀργυρᾶ
II 1
), St.Byz.s.u.
Ἀργυρᾶ
.