< Ἀργάντη
ἀργαπέτης >
Ἀργαντηνός
,
-οῦ, ὁ
• Alolema(s):
tb.
Ἀργαντίτης
arganteno
,
argantita
ét. de Arganta, St.Byz.s.u.
Ἀργάντη
.