< Ἀραχωσία
Ἀραχωτός >
Ἀραχώσιοι
,
-ων, οἱ
aracosios
ét. de Aracosia, Plu.2.328c, Dexipp.8.6, St.Byz.s.u.
Ἀραχωσία
, Sud. (cf. Ἀραχωτός
II
).