< Ἀραντία
ἀράντισιν· >
Ἀραντῖνος
,
-ου, ὁ
Arantino
1
ὁ Ἀ. colina próxima a Fliunte, Paus.2.12.4.
2
οἱ Ἀραντῖνοι
los arantinos
ét. de Arantia, St.Byz.s.u.
Ἀραντία
.