< Ἀράβυζα
ἀραβύλη >
Ἀραβυζαῖος
,
-α, -ον
• Alolema(s):
tb.
Ἀραβύζιος
arabizeo
,
arabizio
ét. de Arabizia, St.Byz.s.u.
Ἀράβυζα
.