< Ἀπτεραῖος
1 ἀπτερέως >
Ἀπτερεύς
,
-έως, ὁ
• Alolema(s):
dór.
Ἀπταρεύς
Hsch.
aptereo
,
de Aptera
1
ét. de Aptera de Creta, Hsch.
2
ét. de Aptera de Licia, St.Byz.s.u.
Ἄπτερα
.