< ἀποκοπή
ἀποκοπόομαι >
Ἀποκοπίτης
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
tb.
Ἀποκοπηνός
apocopita
ét. de Ἀπόκοπα
2
St.Byz.s.u.
Ἀπόκοπα
.