< ἀπειρέσιος
ἀπείρηκα >
Ἀπείρηθεν
• Alolema(s):
tb.
ἠπειρόθεν
y
ἀπειρόθεν
A.D.
Adu
.189.18
adv.
de
,
desde Epiro
τήν ποτ' Ἀπείρηθεν νέες ἤγαγον
Od
.7.9, cf. A.D.l.c.