< ἀπατούριος
Ἀπατουριών >
Ἀπατουρίτης
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
tb.
Ἀπάτουρος
,
Ἀπατούριος
,
Ἀπατουρεύς
apaturita
,
apaturio
ét. de Apaturon, St.Byz.s.u.
Ἀπάτουρον
.