< Ἄονες
ἀόνιος >
Ἀονία
,
-ας, ἡ
• Alolema(s):
jón.
-ίη
, -ης Call.
Del
.75, Nonn.
D
.4.337
Aonia
n. primitivo de Beocia, Call.l.c., Nonn.l.c.,
Et.Gen
.953, St.Byz.s.u.
Ἄονες
,
Βοιωτία
.