< ἀξιαπόλαυστος
ἀξιαφήγητος >
Ἀξιάτης
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
fem.
Ἀξιᾶτις
axiata
ét. de Axia (Ἀξία
II 2
), St.Byz.s.u.
Ἀξία
.