< Ἀξίερος
ἀξίθεος >
Ἀξιεύς
,
-έως, ὁ
• Alolema(s):
fem.
Ἀξιάς
axieo
ét. de Axia (Ἀξία
II 1
), St.Byz.s.u.
Ἀξία
.