< Ἀντιοχειανή
ἀντιοχεύω >
Ἀντιοχεύς
,
-έως, ὁ
• Alolema(s):
tb.
Ἀντιόχειος
; fem.
Ἀντιοχίς
q.u. St.Byz.s.u.
Ἀντιόχεια
antioqueno
ét. de Antioquía, Plb.5.59.5, Iul. en
Prometheus
5.1979.208, I.
BI
2.479, St.Byz.