< Ἀντικύρα
Ἀντικυρεύς >
Ἀντικυραῖος
,
-α, -ον
• Alolema(s):
tb.
-υρεύς
Hdt.7.214
anticireo
ét. de la Antícira a orillas del Esperqueo, Hdt.l.c., St.Byz.s.u.
Ἀντικύραι
.