< Ἄννιβοι
Ἀννίκερις >
Ἀννικέρειος
,
-α, -ον
anicereo
,
de Aníceris
αἵρεσις
D.L.1.19
•
οἱ Ἀννικέρειοι
los discípulos de Aníceris
D.L.2.85.