< Ἀνθηδονιάς
Ἀνθηδονίτης >
Ἀνθηδόνιος
,
-α, -ον
antedonio
ét. de Antedón (Ἀνθηδών
II 1
), Str.9.2.13, Ath.679a, Plu.2.300f, St.Byz.s.u.
Ἀνθηδών
.