< Ἀνθεμουσιάς
ἀνθεμοφόρον >
Ἀνθεμούσιος
,
-α, -ον
• Alolema(s):
Ἀντεμούντιος
Harp.
antemusio
o
antemuntio
ét. de Antemunte (Ἀνθεμοῦς
1
)
ἴλη Ἀ.
Arr.
An
.2.9.3, cf. Hsch., St.Byz., Harp.s.u.
Ἀνθεμοῦς
.