< Ἀνδανιεύς
Ἄνδανις >
Ἀνδάνιος
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
tb. fem.
Ἀνδανιάς
andanio
ét. de Andania, Rhian.53, cf. St.Byz.s.u.
Ἀνδανία
.