< Ἄνδροκος
Ἀνδροκράτης >
Ἀνδρόκοττος
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
tb.
Σανδρόκοττος
Arr.
Ind
.9.9
Andrócoto
o
Sandrócoto
n. griego del rey indio Chandragupta, Plu.
Alex
.62, Arr.l.c.