< ἀνᾱρίτης
†ἀναρκτῆ· >
Ἀναρκία
,
-ας, ἡ
• Alolema(s):
tb.
Ἀρνακία
Sch.
Od
.4.797
Anarcia
o
Arnacia
otro n. de Penélope, Did.C.
P
3.2.