< Ἀμᾰθουσιᾰκός
ἀμᾰθύνω >
Ἀμᾰθούσιος
,
-α, -ον
• Prosodia:
[ᾰ-]
Amatusio
ét. de Amatunte, Hippon.118, Hdt.5.104, Plu.
Thes
.20.