< Ἀμφισσαῖος
Ἀμφίσσηθεν >
Ἀμφισσεύς
,
-έως, ὁ
anfiseo
ét. de Anfisa, Th.3.101, Aeschin.3.128, 221, 237, D.18.151, Paus.2.8.4.