< ἀμφίμακρος
Ἀμφίμαλλα >
Ἀμφιμαλιεύς
,
-έως
• Alolema(s):
tb.
Ἀμφιμαλαῖος
y
Ἀμφιμάλιος
ét.
de Anfimalia
St.Byz.s.u.
Ἀμφιμάλιον
.