< Ἀμμώνιος
Ἄμμωνος Βαλίθωνος ἄκρα >
Ἀμμωνίς
,
-ίδος
1
de Amón
e.d.
libio
ἕδραι
E.
El
.734,
γῆ
Alex.Polyh.124.
2
ἡ Ἀ.
Amónide
n. de una trirreme del Estado ateniense, Din.
Fr
.14.2; cf. Ἀμμωνιάς.