< ἀμμότροφος
Ἀμμούς >
Ἀμμοῦν
,
ὁ
1
v. Ἄμμων.
2
Amún
un anacoreta, Pall.
H.Laus
.8.1, cf. Sud.s.u.
Ἄμοῦς
.