< Ἀμισείς
ἀμῑσής >
Ἀμισηνός
,
-ή, -όν
• Alolema(s):
Ἀμησηνός
Sud.;
Ἀμινσηνός
Sud.
amiseno
ét. de Amiso, Plu.
Luc
.19, Luc.
Macr
.22, D.C.42.48.4, Arr.
Peripl.M.Eux
.15.1, St.Byz.s.u.
Ἀμισός
, Sud., cf. tb. Ἀμίσιος.