< Ἀμβρᾰκικός
Ἀμβρακίς >
Ἀμβράκιος
,
-α, -ον
ambracio
1
ét. de Ambracia, St.Byz.s.u.
Ἀμβρακία
.
2
ét. de Ambraco, St.Byz.s.u.
Ἄμβρακος
.