< Ἀλύβας
Ἀλύβη >
Ἀλῠβεύς
,
-έως
• Alolema(s):
tb. plu.
Ἄλυβες
, -ων
• Prosodia:
[ᾰ-]
alibense
ét. de Aliba, St.Byz.s.u.
Ἀλύβη
•
fem. Ἀλυβηίς q.u.