< ἀλωπέκειος
ἀλωπέκεως >
Ἀλωπεκεύς
,
-έως
alopeceo
ét. de Alópeca, Sud.s.u.
Ἀλωπεκῆθεν
, St.Byz.s.u.
Ἀλωπεκή
.