< ἄλυζα
Ἀλύζεια >
Ἀλυζαῖος
,
-α, -ον
• Alolema(s):
tb.
Ἀλυζεύς
q.u.
alizeo
ét. de Alizia, D.S.18.11, St.Byz.s.u.
Ἀλύζεια
.