< Ἀλκομεναί
ἀλκτήρ >
Ἀλκομενεύς
,
-έως, ὁ
• Alolema(s):
-μεναῖος
IG
10(2).2.348.5 (II d.C.), fem.
-μένεια
alcomeneo
ét. de Alcómenas
IG
l.c., St.Byz.s.u.
Ἀλκομεναί
.