< Ἀλκμᾱνίδαι
*ἌλκμαϜος >
Ἀλκμανικός
,
-ή, -όν
alcmánico
,
de Alcmán
καινοτομία
Plu.2.1135c,
σχῆμα
Hdn.
Fig
.25, Lesb.Gramm.6.