< Ἀλκεύνας
ἀλκεῶτις >
Ἀλκεύς
,
-έως, ὁ
Alceo
variante de Ἀλκαῖος padre de Anfitrión, Sud.s.u.
Ἀλκείδης
.
• DMic.:
a-ke-u
(?).