Ἀλκαϊκός, -ή, -όν
• Alolema(s): Ἀλκαιῐκός Phryn.Ecl.191, Thom.Mag.6.10
métr. del poeta Alceo, alcaico
δεκασύλλαβονHeph.7.8,
ἐνδεκασύλλαβονHeph.14.3,
δωδεκασύλλαβονHeph.10.3, cf. Phryn.l.c., Thom.Mag.6.10.
δεκασύλλαβονHeph.7.8,
ἐνδεκασύλλαβονHeph.14.3,
δωδεκασύλλαβονHeph.10.3, cf. Phryn.l.c., Thom.Mag.6.10.