< ἀλινδέομαι
ἀλινδήθρα >
Ἀλινδεύς
,
-έως, ὁ
alindeo
ét. de Alinda
ILaod.Lyk
.4b.28 (III a.C.), St.Byz.s.u.
Ἄλινδα
.