Ἀλεξανδρινός, -ή, -όν
• Grafía: graf. -δρεινός Plb.34.8.7 (-δρινός cód.), -δρηνός Plb.34.8.7 (cód.), -δρῖνος Act.Ap.27.6, St.Byz.s.u. Ἀλεξάνδρειαι
1 alejandrino
πλοῖονAct.Ap.l.c.
•frec. de monedas
μναῖHermipp.Hist.69,
ὀβολοίPlb.l.c.,
τὸ ἀργύριον τὸ ἀ.D.L.7.18.
2 alejandrino, ét. de Alejandría
παρατίθησι ... τὴν Ἀλεξανδρινὴν Ἑστιαίαν μάρτυραDemetrius Scepsius en Str.13.1.36, St.Byz.l.c.