< Ἀλεξανδριστής
Ἀλεξανδροκόλαξ >
Ἀλεξανδρίτης
,
-ου, ὁ
alejandrino
ét. de Alejandría, Eratosth. y Didym. en St.Byz.s.u.
Ἀλαξάνδρειαι
.