< Ἀλαμανικός
ἀλαμάρσα >
Ἀλαμανοί
,
-ῶν, οἱ
• Alolema(s):
tb.
Ἀλαμαννοί
los alamanes
pueblo de Germania, Agath.1.4.1, 1.6.3, D.C.77.14.2.