< Ἀλαλκομενιεύς
ἀλαλκτήρια λιμοῦ· >
Ἀλαλκομένιος
,
-ου
• Alolema(s):
tb.
-ειος
, ὁ
Alalcomenio
n. de mes en Beocia
IOropos
116.1, 129.2 (ambas III a.C.), Plu.
Arist
.21,
IG
7.2227.9 (III d.C.).