< Ἀλαλκομενηΐς
Ἀλαλκομενιεύς >
Ἀλαλκομενία
,
-ας, ἡ
• Alolema(s):
Ἀλκομένεια
Sud.s.u.
Πραξιδίκη
• Prosodia:
[ᾰ-]
Alalcomenia
1
la protectora
epít. de Atenea, B.
Fr
.15A, cf. Ἀλαλκομενηΐς.
2
hija de Ogiges, Paus.9.33.5, Sud.l.c.