< Ἀκέλης
Ἀκέλιος >
Ἀκέλητες
,
-ων, οἱ
• Alolema(s):
fem.
Ἀκελῆτις
, tb.
Ἀκελήσιος
aceletes
o
acelesios
ét. de Aceles, Hdn.Gr.1.120, 2.877, St.Byz.s.u.
Ἀκέλης
.