< ἀκαταλληλότης
ἀκατάλουστος >
Ἀκάταλλος
,
ὁ
• Morfología:
[sólo gen. sg. Ἀκατάλλο]
Acatalo
n. de mes en Zelea
SIG
279.23 (Zelea IV a.C.).