< Ἀκυϊτανία
ἀκύκητος >
Ἀκυϊτανός
,
-ή, -όν
• Alolema(s):
tb.
Ἀκυτανός
Ant.Diog.109b25
aquitano
habitante de Aquitania, Str.4.1.1, cf. Ἀκουιτανός.